-
1 ομιλητικη
-
2 ομιλητική
-
3 ὁμιλητικῇ
-
4 ομιλητική
-
5 ὁμιλητική
-
6 ὁμ-ῑλητικός
ὁμ-ῑλητικός, ή, όν, gesellig, umgänglich; πρὸς τοὺς πλησιάζοντας, im Ggstz von σεμνός, Isocr. 1, 30; ἡ ὁμιλητική, sc. τέχνη, Kunst des Umgangs, der Unterredung; ἕξις, Plat. def. 415 e; Plut. Symp. 2, 1, 1.
-
7 ομιλητικος
31) общительный, обходительный(πρός τινα Isocr.)
2) касающийся общения или беседыἕξις ὁμιλητική Plat. — умение вести беседу
-
8 προσομιλητικη
-
9 ὁμῑλητικός
ὁμ-ῑλητικός, ή, όν, gesellig, umgänglich; ἡ ὁμιλητική, sc. τέχνη, Kunst des Umgangs, der Unterredung
См. также в других словарях:
ὁμιλητικῇ — ὁμιλητικός affable fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμιλητική — ὁμιλητικός affable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομιλητικός — ή, ό (ΑΜ ὁμιλητικός, ή, όν) [ομιλώ] ευπροσήγορος, προσηνής, αυτός που δεν δυσκολεύεται να μιλήσει στους άλλους ή να συζητήσει μαζί τους νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ομιλητική η τέχνη τού ομιλητή, τού αγορητή 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ομιλητική… … Dictionary of Greek
Homiletik — Unter Homiletik (gr. ὁμιλητική τέχνη = die Kunst des Umgangs) wird in der Theologie die Predigtlehre verstanden. Inhaltsverzeichnis 1 Gliederung der Homiletik 2 Inhalt der Predigt 3 Form der Predigt 4 … Deutsch Wikipedia
Predigtlehre — Unter Homiletik (gr. όμιλητική τέχνη = die Kunst des Umgangs) wird in der Theologie die Predigtlehre verstanden. Nach der klassischen Unterscheidung von Alexander Schweizer (1808–1888) wird in der Homiletik die Frage nach dem Wesen (prinzipielle… … Deutsch Wikipedia
Гомилетика — (омилетика; др. греч. ὁμιλητική, омилэтикэ искусство беседы) церковно богословская наука, излагающая правила церковного красноречия или проповедничества. Содержание 1 Происхождение слова … Википедия
ομιλητικός — ή, ό 1. αυτός που λέει πολλά, που ευχαριστιέται να μιλάει, ευπροσήγορος, ευχάριστος: Ομιλητικός άνθρωπος ο φίλος σου. 2. ως ουσ., ομιλητική, η η τέχνη του ομιλητή και η διδασκαλία της εκκλησιαστικής ρητορικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)