Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡ ὁμιλητική

См. также в других словарях:

  • ὁμιλητικῇ — ὁμιλητικός affable fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμιλητική — ὁμιλητικός affable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομιλητικός — ή, ό (ΑΜ ὁμιλητικός, ή, όν) [ομιλώ] ευπροσήγορος, προσηνής, αυτός που δεν δυσκολεύεται να μιλήσει στους άλλους ή να συζητήσει μαζί τους νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ομιλητική η τέχνη τού ομιλητή, τού αγορητή 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ομιλητική… …   Dictionary of Greek

  • Homiletik — Unter Homiletik (gr. ὁμιλητική τέχνη = die Kunst des Umgangs) wird in der Theologie die Predigtlehre verstanden. Inhaltsverzeichnis 1 Gliederung der Homiletik 2 Inhalt der Predigt 3 Form der Predigt 4 …   Deutsch Wikipedia

  • Predigtlehre — Unter Homiletik (gr. όμιλητική τέχνη = die Kunst des Umgangs) wird in der Theologie die Predigtlehre verstanden. Nach der klassischen Unterscheidung von Alexander Schweizer (1808–1888) wird in der Homiletik die Frage nach dem Wesen (prinzipielle… …   Deutsch Wikipedia

  • Гомилетика — (омилетика; др. греч. ὁμιλητική, омилэтикэ  искусство беседы)  церковно богословская наука, излагающая правила церковного красноречия или проповедничества. Содержание 1 Происхождение слова …   Википедия

  • ομιλητικός — ή, ό 1. αυτός που λέει πολλά, που ευχαριστιέται να μιλάει, ευπροσήγορος, ευχάριστος: Ομιλητικός άνθρωπος ο φίλος σου. 2. ως ουσ., ομιλητική, η η τέχνη του ομιλητή και η διδασκαλία της εκκλησιαστικής ρητορικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»